ΤΑ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ: Κοιτώντας με θάρρος την αλήθεια

Front Cover

«… Μια φορά κι έναν ανήσυχο καιρό, η Δικαιοσύνη, μεγαλόπρεπη κι επιβλητική, θεάθηκε να κάθεται μόνη, στο κατώφλι τ’ ουρανού. Tην είδε ο Xρόνος και την πλησίασε.


-Τι συμβαίνει; τη ρώτησε με έγνοια.


Έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του, κι εκείνος διέκρινε στο βάθος του μια κηλίδα στεναχώριας. 


-Ανησυχώ! του απάντησε με σοβαρότητα. Είναι πολλή η ελευθερία εκεί κάτω...


Ένα ήσυχο αερικό την περιτριγύρισε στενά. Άφησε ένα μικρό σακίδιο μπροστά στα πόδια της, κι ύστερα χάθηκε μέσα σ’ ένα παράξενο μουσικό άκουσμα που θύμιζε κελάρυσμα γάργαρου νερού και βαθύ βουητό ενός μυστήριου αγέρα.


Το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε. Οι χτύποι της καρδιάς της δυνάμωσαν και η έκφραση της απέκτησε μια αινιγματική όψη. Κάποια στιγμή το ύφος της γαλήνεψε. Το έκλεισε και το άφησε ελεύθερο να πέσει από τα χέρια της. Και η τύχη της Δικαιοσύνης κατέληξε στα χέρια του νερού…»


«… Τι κρατάς Λεύκιε; τον ρώτησε η Μάρθα με περιέργεια.


Προχώρησε προς το μέρος της ώστε να μπορεί να δει καλύτερα.


-Είναι… είναι υπέροχο… και μυστηριώδες! είπε κοιτάζοντας το με θαυμασμό.


-Ποιο είναι υπέροχο και μυστηριώδες; ρώτησε ο Πήτερ καθώς τους πλησίαζε.


Η Μάρθα του έδειξε το παράξενο αντικείμενο.


-Τι είναι αυτό Λεύκιε; ρώτησε έκπληκτος …»   

Bibliographic information